ιακωβίνοι

ιακωβίνοι
Ονομασία που δόθηκε στους μοναχούς του Άγιου Δομίνικου, επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος είχε αναθέσει σε αυτούς να φιλοξενούν στο Παρίσι τους προσκυνητές του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (1218). Αρχικά, επτά από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι σε κάποιο κοινόβιο, κοντά στο οποίο βρισκόταν o ναός του Αγίου Ιακώβου. Σύντομα ο αριθμός τους αυξήθηκε και απέκτησαν μεγάλη ισχύ. Στη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων στη Γαλλία, το τάγμα τους διακρίθηκε περισσότερο από κάθε άλλο για τον φανατισμό του. Ένα επεισόδιο του αγώνα για την εξουσία: το κεφάλι του βουλευτή Φερό, ο οποίος τόλμησε να υπερασπίσει τη Συμβατική, επιδεικνύεται στον Μπουασί ντ’ Αγκλάς, σε πίνακα του Τελιέ. Η δραστηριότητα των Ιακωβίνων τέλειωσε μαζί με τον Ροβεσπιέρο.
* * *
οι
(στη γαλλική επανάσταση) πολιτική ομάδα στη συντακτική συνέλευση που εκπροσωπούσε τη μαχητική αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. Jacobins που πήραν το όνομά τους επειδή ήταν εγκατεστημένοι σε ένα μοναστήρι Ιακωβίνων μοναχών. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλά του Δ. Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιακωβίνοι — οι η σημαντικότερη πολιτική ομάδα κατά τη Γαλλική Επανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους …   Dictionary of Greek

  • Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… …   Dictionary of Greek

  • κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Δαντόν — (Αρσί σιρ Ομπ 1759 – Παρίσι 1794). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου πολιτικού Ζορζ Ζακ Νταντόν (Georges Jacques Danton). Ο Δ., που καταγόταν από επαρχιακή αστική οικογένεια, εγκαταστάθηκε το 1780 στο Παρίσι, όπου άσκησε το δικηγορικό… …   Dictionary of Greek

  • Κοπέ, Φρανσουά — (François Coppée, Παρίσι 1842 – 1908). Γάλλος λογοτέχνης. Οι πρώτοι στίχοι του ήταν επηρεασμένοι από τους παρνασσιστές, ενώ στη συνέχεια εξέδωσε διάφορες ποιητικές συλλογές εμπνευσμένες από τη λαϊκή ζωή. Ο ταπεινός και σχεδόν πεζός τόνος αυτών… …   Dictionary of Greek

  • Φρερ, Τζον Χούκμαν — (Frere, Λονδίνο 1769 Βαλέτα, Μάλτα 1846). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν θερμός θαυμαστής του Πιτ και μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων (1796 1802). Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αντι Ιακωβίνοι και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της… …   Dictionary of Greek

  • φρύγιος πίλος — Κάλυμμα της κεφαλής, που το φορούσαν οι Φρύγες (κάτοικοι της αρχαίας Φρυγίας της Μικράς Ασίας). Ήταν ένας σκούφος σε σχήμα κόλουρου κώνου, συνήθως κόκκινου, που η κορφή του καμπτόταν ή έπεφτε προς τα εμπρός. Το είδος αυτό του καλύμματος το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”